στράτσο

στράτσο
το, Ν
χαρτί χοντρό κατώτερης ποιότητας για περιτύλιξη κρέατος, ψαριών και άλλων εδωδίμων από τους πωλητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. strazzo].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στράτσο — στράτσο, το και στρατσόχαρτο, το (λ. ιταλ.), είδος χοντρού χαρτιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρατσόχαρτο — το, Ν το στράτσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στράτσο + χαρτί] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”